- υγροκέφαλος
- -ον, Α1. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδροκεφαλία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑγροκέφαλον(ενν. πάθος) η υδροκεφαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. λευκο-κέφαλος, ξηρο-κέφαλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑγροκέφαλον — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem acc sg ὑγροκέφαλος suffering from water in the head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροκεφάλοις — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροκεφάλων — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑγροκέφαλοι — ὑγροκέφαλος suffering from water in the head masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… … Dictionary of Greek
υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… … Dictionary of Greek